Το φαγοπότι
Τρόμος. Αυτό ήταν το μόνο συναίσθημα που κατέκλυζε τον Τόρεκ καθώς σε κάθε πόρο του δέρματός του σχηματίζονταν χοντρές σταγόνες ιδρώτα. Η μυρωδιά της σφαγής που είχε προηγηθεί αναμιγνυόταν με εκείνη του ψημένου κρέατος. Αυτό δε φαινόταν να πτοεί τους νικητές της μάχης που τον είχαν αιχμαλωτίσει. Εκείνος από την άλλη ευχόταν να χάσει την αίσθηση της όσφρησης – και όχι μόνο.
Έκλεισε τα μάτια για να μη βλέπει τα κορμιά που βρίσκονταν σπαρμένα γύρω του, ακόμα και μέσα στο πρόχειρο κελί του, και κάθισε σε μία γωνιά. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα του χωριού του, των λιβαδιών που τόσο γενναιόδωρα πότιζε ο Ιβάρις, έτσι που άνθιζαν ακόμα και οι πέτρες. Υπήρχε μια εποχή, όχι και τόσο παλιά, που θα μπορούσε να είχε φτιάξει μια ήσυχη ζωή εκεί.
Δεν είχε το ταλέντο των προγόνων του. Ακόμα και ορισμένοι ψηλοπόδαροι ήταν πολύ πιο προικισμένοι στην τέχνη του αμονιού, του σφυριού και του ακονιού. Όχι, η μεταλλουργία δεν ήταν για εκείνον και το είχε καταλάβει πολύ νωρίς, πριν καν προλάβει να δει τριάντα Σοδειές.
Τι εναλλακτική είχε σε αυτόν το μικρό τόπο που είναι η βόρεια Δοριάνδη; Μόνο τα ζώα. Από το μαντρί στη βοσκή, κι από κει πίσω. Και άντε τάισμα και πότισμα, και ξανά από την αρχή μέχρι να έρθει ο Ύπνος, με το κρύο του, που θα τον έκλεινε στο χειμαδιό για τουλάχιστον τρεις κύκλους του Σελ, μέχρι να λιώσουν τα πρώτα χιόνια.
Πόσο θα έπρεπε να το κάνει αυτό; Αν ήταν τυχερός θα ζούσε πάνω από τριακόσια χρόνια ακόμα. Το Είδος του δεν το συναντούσες εύκολα αυτές τις μέρες, οι περισσότεροι ήταν συγγενείς του, οπότε δύσκολα θα γνώριζε κάποια για να φτιάξει τη δική του οικογένεια. Δε θα είχε δικά του παιδιά κι εγγόνια, να τους πει τις ιστορίες που του έλεγε ο παππούς του δίπλα στη φωτιά. Και αφού δεν ήξερε καν να παίζει μουσική για να περνάει το χρόνο του, θα κατέληγε να μιλάει στο πρόβατά του.
“Πρόβατα – ξε-πρόβατα”, σκέφτηκε, “τουλάχιστον δε θα βρισκόμουν σε αυτή τη θέση τώρα”. Από το ξίφος, που κάποτε φάνταζε ένδοξο, αυτή τη στιγμή καλύτερο φαινόταν το μαχαίρι του σφαγείου. Η τελευταία αυτή σκέψη του θύμισε τους σφαγείς που δειπνούσαν λίγα μέτρα μακριά του. Ξανάνοιξε τα μάτια.
Στη σούβλα είχε μείνει μόνο το κουφάρι του ζώου που έψηναν νωρίτερα. Ένας γεροδεμένος Ορκ με ένα τεράστιο δρύινο βαρέλι που στηριζόταν στην πλάτη του με δύο δερμάτινα ζωνάρια, σαν αυτά που έχουν οι ασπίδες για να κρατιούνται επάνω στο χέρι, σέρβιρε τους στρατιώτες, χρησιμοποιώντας έναν χάλκινο σωλήνα που προεξείχε από το πλάι του μεγάλου αυτού δοχείου. Ο σερβιτόρος είχε την ίδια αλλόκοτη όψη με τους υπόλοιπους ξένους, αλλά την ίδια στιγμή φαινόταν διαφορετικός. Οι χαυλιόδοντές του ήταν μικρότεροι, όπως και τα μυτερά αυτιά του, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο χαμηλά, στο πάτωμα και τα ποτήρια των υπολοίπων.
Έκανε να φύγει, όμως αυτός που καθόταν στην κεφαλή μούγκρισε κάτι στη βάρβαρη γλώσσα τους. Ο σερβιτόρος γύρισε διστακτικά, σα να περίμενε την κατραπακιά που το σηκωμένο χέρι του στρατιώτη του επιφύλασσε. Ο στρατιώτης έδειξε τα άδεια ποτήρια της παρέας του, που εν τω μεταξύ είχε λαίμαργα πιει την πρώτη γύρα, και απαίτησε να ξαναγεμιστούν. Υπάκουος και αμίλητος ο σερβιτόρος, ξαναγέμισε τα ποτήρια και αυτή τη φορά περίμενε λίγο πριν φύγει, ώστε να βεβαιωθεί ότι το τραπέζι ήταν ευχαριστημένο. Ύστερα κίνησε να πάει στην επόμενη ομάδα, όπου σίγουρα θα τον περίμεναν περισσότερες ξανάστροφες, αυτή τη φορά γιατί άργησε.
Αν φέρονται έτσι στους όμοιούς τους, δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα έκαναν στον ίδιο. Τουλάχιστον οι υπόλοιποι βρήκαν το θάνατο γρήγορα, χωρίς καν να το καταλάβουν οι περισσότεροι. Λίγοι ήταν εκείνοι που πρόλαβαν να τραβήξουν το σπαθί τους από τις οπλοθήκες, ακόμα λιγότεροι όσοι κατάφεραν κάποιο χτύπημα πριν βρεθούν στο έδαφος. Αν εκείνο το βράδυ δεν τους είχαν πιάσει στον ύπνο, κατεβαίνοντας την τραχιά πλαγιά του βουνού, που όλοι τη θεωρούσαν αδιάβατη, ειδικά από ένα στρατό εισβολής, αν οι πρώτοι φρουροί στους πύργους είχαν δει κάτι και είχαν ειδοποιήσει τους υπόλοιπους, το αυριανό πρώτο φως θα αποκάλυπτε μία διαφορετική εικόνα. Σίγουρα θα υπήρχαν πασσαλωμένα κεφάλια και πάλι, απλά εκείνα θα είχαν χαυλιόδοντες.
Όμως ο αντίπαλος, αψηφώντας κάθε προσδοκία, έδρασε έξυπνα, γρήγορα, αποφασιστικά. Με μία πολύ μικρή δύναμη, κατακερματισμένη σε ολιγάριθμες ομάδες, όπως αυτή που τον αιχμαλώτισε, κατάφερε να ταπεινώσει ένα από τα καμάρια της Ανατολικής Γραμμής. Το μόνο που χρειαζόταν για να ναυαγήσει αυτό το σχέδιο ήταν κάποιος να τους εντοπίσει, πριν προλάβουν να σκαρφαλώσουν το τείχος. Αν κάποιος που μπορούσε να δει στο σκοτάδι δεν είχε αποφύγει τη βραδινή σκοπιά για να παίξει χαρτιά...
Κούνησε το κεφάλι του για να συνέλθει, διώχνοντας αυτή τη σκέψη. “Συγκεντρώσου στο τώρα”, διέταξε τον εαυτό του.
Αφού άδειασε για δεύτερη φορά μέσα σ’ αυτό το λίγο χρόνο το ποτήρι του, κι αφού σκούπισε τη μουσούδα του πάνω σ’ ένα κουρέλι το οποίο έμοιαζε ύποπτα με λάβαρο του οχυρού, ένας από τους καθισμένους Ορκ άρχισε να χτυπάει τη φουσκωμένη κοιλιά του με ευχαρίστηση κι ένα σιχαμένο χαμόγελο στο άσχημο μούτρο του. Ο Τόρεκ περίμενε να σταματήσει κάποια στιγμή, όμως το κτήνος συνέχισε να χτυπάει την κοιλιά του, όλο και πιο δυνατά, αποκτώντας ρυθμό, μέχρι που άρχισε να ακούγεται σαν τύμπανο, από αυτά που κρατάνε το ρυθμό στη στρατιωτική πορεία.
Ένας άλλος Ορκ που μέχρι εκείνη τη στιγμή σκάλιζε κάτι με το μαχαίρι του, το σήκωσε και το εξέτασε στο κόκκινο τρεμόπαιγμα της φωτιάς. Ήταν ένα κόκκαλο από το θήραμα! Θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να μαντέψει κανείς με σιγουριά τι σήμαιναν οι παράξενες γκριμάτσες που κάνουν αυτά τα ξένα πλάσματα, όμως στον Τόρεκ φάνηκε να είναι ευχαριστημένο με τη δουλειά του. Έτσι το έβαλε στο στόμα του, όπως οι βάρδοι τις φλογέρες, κι από το κόκκαλο άρχισαν να βγαίνουν ήχοι, πολύ αντίστοιχοι, αν και αρκετά πιο ψηλοί και ακατέργαστοι.
Οι υπόλοιποι, που δεν είχαν κάποιο μουσικό όργανο ξεκίνησαν να χτυπούν τις μεταλλικές κούπες τους στο αυτοσχέδιο τραπέζι, υποβοηθώντας το χοντρό Ορκ, που έπαιζε την κοιλιά του σα βιρτουόζος μουσικός, χρησιμοποιώντας τον αέρα που έβγαινε από μέσα του με κάθε χτύπημα για να εκπέμψει μπάσους, τραχείς τόνους που συνόδευαν το αυτοσχέδιο πνευστό όργανο.
Αν όλο αυτό φαινόταν ήδη εξωφρενικό στον Τόρεκ, η συνέχεια ήταν κάτι το οποίο τον άφησε τόσο άναυδο, που έπιασε τον εαυτό του να μη σκέφτεται πια την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει.
Οι Ορκ, ένας πρώτα κι ύστερα όλοι μαζί, σα χορωδία, άρχισαν να τραγουδούν στην Κοινή γλώσσα:
Το δείπνο σου το κέρδισες, στρατιώτη φάε, πιες
Θυμήσου αυτούς που έπεσαν, τιμώντας τον Αρτζές
Τα βράχια τα καβάλησες, και πέρασες κορφές
Το δείπνο σου το κέρδισες, στρατιώτη φάε, πιες
Το κάστρο τους το πήρες, τους άναψες φωτιές,
Το δείπνο σου το κέρδισες, στρατιώτη φάε, πιες
Το Ρολφγκάρ οι παππούδες μας, εμείς τη Φιόρλας, δες!
Το δείπνο σου το κέρδισες, στρατιώτη φάε, πιες
Ήταν η πρώτη φορά που τους άκουσε να προφέρουν λέξεις που μπορούσε να καταλάβει. Και όχι με το σπασμένο τρόπο που φανταζόταν, αλλά με κανονική άρθρωση και προφορά που, παρότι είχε κάτι το ξένο, δεν ήταν παράταιρη. Όχι, τα Ορκ ήταν ικανά να τραγουδήσουν στη γλώσσα του τόσο ακριβώς, όσο και οι σύντροφοί του, που αν τώρα δεν κείτονταν νεκροί δίπλα του, θα γιόρταζαν τη νίκη τους με κάποιον παρόμοιο τρόπο. Σίγουρα όχι τόσο γκροτέσκο, αν και ορισμένοι – δέντρα θεόρατα ας τους κάνει η Ανάρα – ήταν το ίδιο άξεστοι και βίαιοι.
Οι πρώτες στροφές του πολεμικού αυτού τραγουδιού ήταν κοινότοπες, ό,τι θα περίμενε κανείς από μια ομάδα στρατιωτών που αναπαύεται ύστερα από τη μάχη, τιμάει τους νεκρούς, γιορτάζει τη νίκη της. Ήταν φυσικά περίεργο να παρακολουθεί κανείς τα τέρατα των παραμυθιών σε μια τόσο “πολιτισμένη”, τηρουμένων των αναλογιών, στιγμή.
Η γιορτή μετά τη μάχη ήταν τόσο οικεία εικόνα στον Τόρεκ, που για αρκετή ώρα δεν του προξένησε εντύπωση πως ξαφνικά καταλάβαινε όσα έβγαιναν από τα στόματα τους. Ίσως στο μυαλό του θεώρησε ότι, επηρεασμένος από το σοκ και τον φόβο του, νόμιζε πως καταλάβαινε το νόημα του τραγουδιού, ή ακόμα το ωραιοποιούσε προκειμένου να φτιάξει ένα σενάριο στο οποίο θα τη γλίτωνε με κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να απευθυνθεί στα Ορκ σα να ήταν από κάποια πολιτισμένη φυλή και να τους πείσει ότι έκανε απλά το καθήκον του. Ίσως η φωτιά που σιγά σιγά έσβηνε έκανε τις τρομακτικές τους φιγούρες να σβήνουν στο σκοτάδι, τα αδρά τους χαρακτηριστικά να αμβλύνονται και να γίνονται απαλά, σαν των Ξωτικών που ήξερε πως ζουν βαθιά στο δάσος.
Όλες αυτές οι σκέψεις διακόπηκαν με μιας, τη στιγμή που άκουσε το όνομα Ρολφγκάρ. Ο Τόρεκ είχε γεννηθεί στη Δοριάνδη, αιώνες μετά την καταστροφή και δεν είχε γνωρίσει άλλο σπίτι πέρα από το δύσβατο βορρά, πριν πάει στο Οχυρό. Λίγο τον ένοιαζε και η Φιόρλας και τα καράβια της και οι καλοντυμένοι έμποροι με την πραμάτεια τους. Για εκείνον αυτή ήταν απλά μια δουλειά που δεν τον υποχρέωνε να φτυαρίζει κοπριά – έτσι πίστευε τουλάχιστον πριν καταταγεί – και οι πόλεις δεν τον απασχολούσαν αρκεί να έστελναν στην ώρα τους τις προμήθειες και το ασήμι που του αναλογούσε.
Το Ρολφγκάρ, όμως, ήταν άλλη ιστορία. Κι όχι γιατί ήταν από εκείνους που πίστευαν ότι από κει ξεπήδησαν όλα τα Είδη που όργωσαν τον κόσμο στη συνέχεια.
Έσκυψε και κοίταξε το θραύσμα που φορούσε σα μενταγιόν στο λαιμό. Ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Του το είχε δώσει ο παππούς του, που το είχε πάρει από το δικό του παππού, κι εκείνος με τη σειρά του από το δικό του και πάει λέγοντας φτάνοντας βαθιά στο παρελθόν. Εκεί που βρίσκονταν οι ρίζες όλων των ιστοριών που αφηγούνταν οι Νάνοι ανά τον κόσμο, που ήταν τόσο όμοιες μεταξύ τους, επειδή είχαν μέσα τους ψήγματα της αλήθειας. Κομμάτια, που ακριβώς όπως το θραύσμα που είχε στην κατοχή του, προέρχονταν από κάτι που κάποτε ήταν ενιαίο και ολόκληρο.
Ο Τόρεκ βέβαια δεν τα γνώριζε όλα αυτά, κι ούτε έμελλε να τα μάθει, ήξερε όμως τις ιστορίες που του έλεγαν οι δικοί του από όταν ήταν τόσο δα νανάκι, για το Πρώτο Βασίλειο, το σύμβολο της ελπίδας ότι μπορεί ο πολιτισμός να κυριεύσει τα θεριά και να χτίσει το δικό του σπίτι πάνω σε αυτόν τον κόσμο.
Ήξερε επίσης τη μακάβρια συνέχεια του θρύλου. Η ύβρις του Νάνου που έχτισε το θρόνο του στον ομφαλό του κόσμου κράτησε μόνο μια στιγμή, προτού η φωτιά που ξύπνησαν τα Ορκ να ξεπηδήσει από τα έγκατα του βουνού και κατασπαράξει όσα με τόσο αγώνα έχτισαν οι πρόγονοί του. Όταν οι στάχτες κατακάθισαν, τίποτα δεν είχε μείνει που να θυμίζει το μεγαλείο που κάποτε υπήρξε εκεί, στο κέντρο του κόσμου.
Τίποτα εκτός από τα θραύσματα που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους οι πρόσφυγες που διένυσαν όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσαν για να χτίσουν τα σπίτια τους κάπου αλλού, ο καθένας σε διαφορετικό σημείο του ορίζοντα. Κι έτσι, μετά το πρώτο έθνος των Νάνων, δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Αντί γι αυτό, όλη τους η γνώση και η σοφία έγινε σπόρος σε όποια περιοχή κατοίκησαν, την έδωσαν στα άλλα Είδη, προκειμένου να τους δεχθούν στην περιοχή τους και να ανθίσει εκεί το νέο λουλούδι. Ή τουλάχιστον έτσι έγινε στη Δοριάνδη.
Ο Τόρεκ ήταν τώρα πια σίγουρος. Το τραγούδι δεν ήταν μόνο για τα Ορκ. Ήταν για να το ακούσει αυτός, να του σπάσουν το ηθικό, να τον κοροϊδέψουν έτσι όπως ήταν αδύναμος μέσα στο κελί του. Αν ήθελαν να τον σκοτώσουν, θα το είχαν κάνει ήδη. Ήθελαν να τον κάνουν υπηρέτη, κι έτσι έπρεπε να μάθει τη θέση του.
Γέλασε λίγο με την ειρωνεία που έβλεπε τώρα καθαρά: αντί να κάτσει στο χωριό του και να φτυαρίζει κοπριά, θα έπρεπε τώρα να φτυαρίζει Ορκίσια περιττώματα εις τους αιώνας των αιώνων. Ευτυχώς οι στρατιώτες δεν πήραν χαμπάρι αυτό του το ξέσπασμα. Είχαν ήδη σηκωθεί για να στήσουν τα στρωσίδια τους, αλλιώς σίγουρα θα τον σούβλιζαν που τόλμισε να γελάσει με τέτοια αυθάδεια και να αμαυρώσει το κύρος τους.
Πέρασε λίγη ώρα στις σκέψεις του, ώσπου κάποια στιγμή είδε το σερβιτόρο να τον πλησιάζει. Τραβήχτηκε πίσω στη γωνιά του. Το μισόαιμο Ορκ του πρόσφερε ένα κύπελλο και ένα κομμάτι μισοφαγωμένο κρέας ανάμεσα στα κάγκελα.
Το φως από τη φωτιά έπαιζε το ιδιόρρυθμο παιχνίδι του στα σκαμμένα μάγουλα του υπηρέτη. Άλλοτε φώτιζε τα σημάδια κακοποίησης πάνω του κι άλλοτε τις ομοιότητές του με τους αφέντες του. Ο Τόρεκ δεν ήξερε αν έπρεπε να τον μισεί, να τον λυπάται, να τον φοβάται ή να τον εμπιστεύεται.
“Πάρε”, είπε κοφτά και σιγανά κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του μη τυχόν τους βλέπει κανείς, “στρατιώτη φάε, πιες”. Προσπάθησε να καταλάβει αν τον ειρωνευόταν ή αν του ήταν πραγματικά δύσκολη η επικοινωνία στην Κοινή, κι έτσι βασιζόταν σε αυτά που άκουγε από τους υπόλοιπους. “Γιατί με ταΐζεις;”, ρώτησε τελικά. Το Ορκ τον κοίταξε για λίγο, μες στα μάτια, κι ύστερα αποκρίθηκε με μία περίεργη έκφραση: “σήμερα, όχι πεθαμένος”.
Ο Τόρεκ έγνεψε “ευχαριστώ”, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει αν ο συνομιλητής του κατάλαβε την κίνηση, και δέχθηκε την προσφορά του. Το Όρκ ξεκίνησε να περπατάει κι ύστερα από λίγο χάθηκε στις σκιές. Οι μουσικές είχαν πλέον σιγήσει και όλες οι φωτιές, που είχαν ανάψει για να ετοιμάσουν το δείπνο τους οι κατακτητές, σιγά σιγά έσβηναν εντελώς, παραδίνοντας τη θέση τους στο σκοτάδι της νύχτας και το φως του Σελ και της Λουν.
Όλες εκτός από μία. Μία μικρή σπίθα, που άρχιζε σιγά σιγά να δυναμώνει μέχρι που έγινε φλόγα κι έπειτα άσβεστη φωτιά, από αυτές που καίνε ασταμάτητα τα πάντα στο πέρασμά τους αφήνοντας μόνο στάχτη πίσω τους.
Κράτησε σφιχτά στο χέρι το αιχμηρό κόκκαλο που του έδωσε ο ημίαιμος υπηρέτης.
“Για το Ρολφγκάρ.”
Η σύντομη αυτή ιστορία αποτελεί μέρος μιας ανθολογίας της πρώιμης Δοριάνδης, με σκοπό να εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο και την ιστορία του.
Η αφήγηση διαδραματίζεται στην αρχή της Δεύτερης Εισβολής της Δοριάνδης, στην Ανατολική Γραμμή—το σύνορο μεταξύ Δοριάνδης και Καλέ. Τα οχυρά, που κτίστηκαν μετά την Πρώτη Εισβολή, αποτέλεσαν την κύρια γραμμή άμυνας, πέρα από την Πύλη (Γουέιγκεϊτ), θεωρούμενα απόρθητα λόγω της στρατηγικής τους θέσης στα στενά περάσματα των Αδιάβατων Ορέων.
Η Συμμαχία των Οχυρών στηρίχθηκε οικονομικά και στρατιωτικά από όλους τους οικισμούς της προ-βασιλικής Δοριάνδης, κυρίως όμως από τους δύο μεγάλους αντίπαλους, τη Φιόρλας και τη Σκαρμ.
Για χρόνια, οι Δοριανοί επαναπαύθηκαν θεωρώντας πως είχαν καταστείλει την απειλή. Υποτίμησαν ένα Είδος που θεωρούσαν πρωτόγονο, αγνοώντας ότι είχε αναπτυχθεί τακτικά και τεχνολογικά μετά την προηγούμενη σύγκρουση.
Αυτό το λάθος οδήγησε σε μια πολύχρονη καταστροφή, χωρίς πραγματικούς νικητές—αν και η Φιόρλας κατάφερε τελικά να αναδυθεί ισχυρότερη, θέτοντας τα θεμέλια για την ανάδειξή της ως έδρα του μελλοντικού Βασιλείου της Δοριάνδης.

Comments