Η πιο χαρούμενη μέρα

Ήταν μια μέρα χαράς! Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Τι όμορφη ημέρα!

Ο αέρας κουβαλούσε τα λεπτά αρώματα απ' το γρασίδι, τα βότανα και τα λουλούδια του αγρού, ενώ το φως έπεφτε καυτό πάνω της, έτσι ακριβώς όπως της άρεσε.

Κάθισε λιγάκι ακόμα να απολαύσει τα χάδια του αφέντη της. Ήταν καλός μαζί της, ήξερε ακριβώς που της άρεσε να την αγγίζει και με ποιον τρόπο. Ύστερα από λίγη ώρα, όταν πλέον ένιωσε ικανοποιημένη, ξεκίνησε με κέφι για την καθιερωμένη της βόλτα.

“Πήγαινε κορίτσι μου” τον άκουσε να λέει καθώς απομακρυνόταν.

Παντού γύρω στα εξωτερικά τείχη κρέμονταν πελώρια πανιά στα χρώματα της λεβάντας, της μέντας και του χαμομηλιού. Ένα μικρό κορίτσι σταμάτησε κοντά της και τα μεγάλα όμορφα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της με θαυμασμό. Το ένιωθε και η ίδια πως ήταν πραγματικά όμορφη σήμερα. Το κορίτσι της προσέφερε το μισοφαγωμένο μήλο που κρατούσε στο χέρι, κι εκείνη το πήρε, όχι φυσικά γιατί πεινούσε, αλλά από ευγένεια, να μην το προσβάλλει.

Περπατούσε με καμάρι στα πλακόστρωτα σοκάκια. Σήμερα η φασαρία της πόλης κάλυπτε το λεπτεπίλεπτο χτύπο του περήφανου βηματισμού της στη λαξευμένη πέτρα. Δύο περαστικοί είχαν κοντοσταθεί λίγο πιο δίπλα και συζητούσαν, φωνάζοντας σχεδόν για να ακουστούν μέσα στον αχό του πλήθους: "Ιστορική ημέρα", ακούστηκε να λέει ο ένας, "η Στέψη!". Δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν κι ούτε έδινε σημασία. Ούτε στα λόγια, ούτε βέβαια και σ' όσους την κοιτούσαν επίμονα ή την έδειχναν με το δάκτυλο στο δρόμο. Χαμογελούσαν, αυτό είχε σημασία. Όλοι ήταν γελαστοί σήμερα, χαρούμενοι.

"Τι θα φάμε;" ακούστηκε μία παιδική φωνή μέσα στη φασαρία. Αλήθεια, τι θα έτρωγαν άραγε τόσοι πολλοί που είχαν μαζευτεί στον τόπο της αυτές τις τελευταίες μέρες; Μπα, δε χρειαζόταν να ανησυχεί γι' αυτά, φαγητό υπήρχε πάντα άφθονο για όλους, ειδικά εδώ στο Νότο.

Είχαν πάντως στήσει πάρα πολλές σκηνές και πάγκους, κι είχαν γεμίσει τον τόπο κρέας. Σε εκείνη δεν άρεσε το κρέας, απορούσε πώς το έτρωγαν. Είχε μία μυρωδιά φρικιαστική, που της πάγωνε το αίμα ή την έκανε να θέλει να τρέξει μακριά. Μα πώς να τρέξει! Τόσο σοβαρή ήταν η επίδρασή της οσμής του, που μία φορά είχε πέσει κάτω ξερή, ανάσκελα και δε μπορούσε ούτε να κουνηθεί η χαζούλα. Τέτοια ανησυχία δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε.

Και οι μύγες! Ω αυτές οι μύγες. Όπου υπήρχε κρέας, να σου τις κι αυτές από κοντά. Και δάγκωναν, δεν αστειεύονταν. Πήγαιναν σε εκείνα τα σημεία που δε μπορείς να φτάσεις να τις διώξεις και σου έσπαγαν τα νεύρα! Δε βαριέσαι, πλάσματα είναι κι αυτές οι καημένες…

Ανηφόρησε προς το λόφο πάνω στον οποίο ήταν χτισμένη η παλιά πόλη. Ο μακρινός ήχος των βελασμάτων που ο άνεμος έφερνε από τον κάμπο κέρδισε την προσοχή της για μία στιγμή, γρήγορα όμως ξαναέστρεψε την προσοχή της στη συνήθη διαδρομή της. Της άρεσε πολύ κι εκεί γιατί αγαπούσε να σκαρφαλώνει τα βράχια και να κοιτάζει τη θέα, απ’ όταν ήταν μικρούλα. Θυμήθηκε τη μαμά της. Είχε χρόνια να τη δει, όμως ήξερε ότι κι εκείνη κάπου θα ‘τανε χαρούμενη.

Μα δεν υπήρχε ούτε λόγος ούτε χώρος για στεναχώρια! Ακόμα και τώρα που τελείωναν οι καλές μέρες και θα ξεκινούσε το κρύο και τα φύλλα θα μαραίνονταν, ήξερε πως αυτό θα κρατήσει μόνο για λίγο και μετά, θα ομορφύνει πάλι η φύση και το πράσινο θα απλωθεί παντού. Άσε που ακόμα και στο Μαρασμό, η φύση πάλι όμορφη ήταν.

Η παλιά πόλη ήταν ακόμα πιο ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο. Όλοι πήγαιναν προς την κεντρική πλατεία και το ναό, καθώς η πιο ζεστή ώρα της ημέρας πλησίαζε. Τους ακολούθησε κι εκείνη, από περιέργεια.

Εκεί ήταν όλοι μαζεμένοι! Με τα ίδια χρώματα από πριν, της μέντας, του χαμέμηλου και της λεβάντας και με μουσικές και ήχους που ξεπηδούσαν από μεγάλα χάλκινα όργανα και στρογγυλά τύμπανα που έμοιαζαν με τεράστια φουντούκια. Και με πολλά αρώματα, ίσως πιο πολλά απ’ όσα άντεχαν τα ρουθούνια της. Άλλα ήταν εύοσμα και δροσερά, κι άλλα θύμιζαν χοιροστάσιο. Κοντοστάθηκε να εξετάσει το παράξενο αυτό γεγονός, αλλά το ύψος της δεν τη βοηθούσε, κι έτσι αποφάσισε να σκαρφαλώσει πάνω στα τείχη.

Λίγη ώρα αργότερα, τα κατάφερε. Από κει μπορούσε να τα δει όλα. Ίσως όχι το ίδιο καθαρά με το να ήταν κοντά, όμως έβλεπε τους πάντες, ανθρώπους, νάνους, ξωτικά και άλλα πλάσματα που δεν είχε ξαναδεί, να δίνουν τα χέρια, να αγκαλιάζονται, να χορεύουν μαζί. Αχ! Τι χαρούμενη ημέρα.

Λίγο καιρό πριν ήταν όλοι λυπημένοι. Η πόλη είχε κλείσει τις μεγάλες ξύλινες πόρτες της. Μάλιστα είχε μπει κι εκείνη με τον αφέντη της μέσα στο κάστρο κι είχαν αφήσει το σπίτι τους απροστάτευτο. Εκείνη δεν ήθελε καθόλου κι ο καημένος αναγκάστηκε να την πάρει σηκωτή στα χέρια γιατί δεν τον άκουγε. Μόνο εκείνη τη μία φορά τον παράκουσε τόσο πολύ, την είχε κυριέψει βλέπεις ο φόβος, όμως ένιωθε πως πρέπει να προστατέψει τη φωλιά της. Φωτιά φαινόταν να σκαρφαλώνει τα τείχη και η ανησυχία είχε γραπώσει όλη την περιοχή στα νύχια της. Είχε ανέβει και τότε ξανά στα τείχη, πάλι από περιέργεια, κι είχε δει ένα σωρό πλάσματα στο χρώμα του μαϊντανού που στέκονταν μακριά στο λιβάδι. Μύριζε και τότε αυτή η τρομερή μυρωδιά που έχει το κρέας. Δεν ήταν καθόλου καλές εκείνες οι μέρες. Μα σήμερα είναι πολύ όμορφη η μέρα. Αυτό έχει σημασία.

Κοίταξε προς τα εκεί που στέκονταν κάποτε τα παράξενα πλάσματα και τώρα έβλεπε μόνο τα σπιτάκια και τους πάγκους από λινό και ξύλο που είχαν στήσει οι επισκέπτες, ως εκεί που πήγαινε το μάτι. Από την άλλη μεριά ήταν φυσικά η θάλασσα. Αχ το θαλασσινό αεράκι θα της έκανε καλό, τώρα που την είχε κάψει πια η ζέστη.

Κατέβηκε κι άφησε πίσω της τη φασαρία της πόλης. Αποφάσισε να πάρει τη σύντομη διαδρομή για τη θάλασσα. Ήταν λίγο πιο επικίνδυνη, μα ποτέ δεν την τρόμαξε η κατάβαση. Ούτε η ανάβαση! Ήταν φτιαγμένη για να σκαρφαλώνει. Της έδινε τόση χαρά, ποτέ δεν κατάλαβε το γιατί. Κανείς δε μπορούσε να το εξηγήσει. Κι όμως για εκείνη ήταν λες κι εκπλήρωνε το σκοπό της ζωής της.

Όταν τελικά μετά από ώρα έφτασε στα βράχια κάτω χαμηλά, εκεί που χτυπούσε το κύμα, στάθηκε να θαυμάσει το χρώμα της θάλασσας. Συνήθως θύμιζε το φλισκούνι, όμως καμία φορά άλλαζε με το φως τέτοια ώρα και θύμιζε τη φωτιά που έκαιγε στα τζάκια. Ήταν πολύ περίεργο που το δροσερό νερό έμοιαζε τόσο πολύ με την καυτή φλόγα, της προξενούσε μεγάλη εντύπωση. Όπως και το γεγονός ότι αυτό το νερό δε μπορούσε να το πιει, ενώ αυτό από το ποτάμι, λίγο πιο πέρα ήταν εντάξει! Πάντα το ξεχνούσε και της το θύμιζε αγενέστατα η αρμύρα στο στόμα της. Τι χαζούλα που ήταν ώρες ώρες!

Η υδάτινη φλόγα δεν την τρόμαζε, όχι όσο η πραγματική. Τις ξεχώριζε από την οσμή, από τον ήχο που έκαναν, αλλά κι από την κίνησή τους που διέφερε πολύ, εκτός αν ήσουν μακριά.

Κάθισε για λίγο εκεί, στον ίσκιο του βράχου, δίπλα στη θάλασσα, να ξεκουραστεί. Είχε κάνει μεγάλη βόλτα, θα είχε τόσα πολλά να πει όταν θα γύριζε, κι ο αφέντης της φαινόταν πάντα να ενδιαφέρεται να ακούσει και της απαντούσε πάντα, με υπομονή, μέχρι να τον καταλάβει κι εκείνη.

Το είχε ευχαριστηθεί, αλλά δε μπορούσε να γυρίσει πίσω κι εντελώς νηστική. Θα έκανε κακή εντύπωση αν με το που γύριζε, γκρίνιαζε από την πείνα. Δε θα ήταν σωστό. Αποφάσισε να γυρίσει από το μακρινό δρόμο για να τσιμπήσει κάτι στην πορεία.

Ήξερε ένα σημείο, κοντά στο ποτάμι, που φύτρωναν τα πιο όμορφα και νόστιμα μούρα. Έπρεπε να προσέχει τα αγκάθια του θάμνου, γιατί έμπαιναν στο δέρμα σου και σε γράπωναν καλά, κι ύστερα άντε να βγεις από κει, όμως άξιζαν τον κόπο! Αχ να μπορούσε να φέρει μερικά πίσω στο σπίτι. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο, έτσι μικρά που ήταν και εύθραυστα. Θα προσπαθούσε κι αυτή τη φορά, αν και δεν περίμενε να καταφέρει και πολλά. Τουλάχιστον θα ξέπλενε το θαλασσινό νερό στο στόμα της στο ποτάμι, που είχε φρέσκο, γάργαρο νεράκι. Όχι, θα έμπαινε ολόκληρη να κάνει μπάνιο! Άλλωστε λερωνόταν όποτε έτρωγε μούρα και μετά δεν την πίστευαν ότι είχε άδειο στομάχι.

Όταν πλέον κουράστηκε, έκανε να επιστρέψει στον αφέντη της. Πάντα επέστρεφε. Την αγαπούσε πολύ και της το έδειχνε, κι ας ήταν πια μεγάλη. Δεν είχε λόγο να τον στεναχωρήσει.

Εκείνος όμως δεν ήταν όπως τον άφησε, δε χαμογελούσε. Καθόταν κάτω, σκυθρωπός, και το βλέμμα του δε συναντούσε το δικό της. Μάταια προσπάθησε να τον παρηγορήσει με τα γνωστά της νάζια και παιχνίδια, μάταια προσπάθησε να τον κοιτάξει μες στα μάτια, που φαίνονταν λίγο κουρασμένα τώρα. Θα είχε μάλλον τα δικά του κι αυτός ο κακόμοιρος, τόσες έγνοιες είχε κάθε μέρα.

Έκατσε στη μεριά της. Της φάνηκε πως έπιασε αμυδρά την άσχημη εκείνη μυρωδιά, μα ευτυχώς ο καλός της είχε φροντίσει να γεμίσει θυμάρι το σπίτι της για να την καλύψει.

Εκείνος σηκώθηκε και ξεκίνησε να ακονίζει τα μαχαίρια του, μόνος του στη δική του μεριά. Δεν τον είχε δει ποτέ να τα χρησιμοποιεί τούτα τα πράγματα, αλλά τα φρόντιζε συχνά.

"Θυσία", τον άκουσε να λέει.

Δεν ήξερε τη σημασία αυτής της λέξης, μα έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε και πολλά.

Μόνο πως ήταν μια πολύ χαρούμενη κατσίκα!

Κι αυτή μια τόσο ωραία μέρα.


Comments

Please Login in order to comment!